Το φασκόμηλο είναι πολύ δημοφιλές στη χώρα μας, ιδίως ως αφέψημα το χειμώνα, και πολλοί άνθρωποι το πίνουν συστηματικά, επειδή το θεωρούν την «πανάκεια» της ελληνικής χλωρίδας για διάφορες παθήσεις.
Όμως ερευνητές του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΓΠΑ) προειδοποιούν ότι πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός και να μην κάνει κατάχρηση του φασκόμηλου, επειδή αυτό κρύβει τοξικούς κινδύνους.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής Πέτρος Ταραντίλης του Τμήματος Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου του ΓΠΑ και η συνεργάτιδά του υποψήφια διδάκτωρ Νεφέλη-Μαρία Σωτηροπούλου, σε δημοσίευση στο περιοδικό «Τριπτόλεμος» του ΓΠΑ, «η υπερβολική και παρατεταμένη χρήση του φασκόμηλου, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα φάρμακα και βότανα, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα λόγω της θουγιόνης που περιέχει».
Η επιστημονική ονομασία του φασκόμηλου είναι «Σάλβια η φαρμακευτική» και προέρχεται από το λατινικό ρήμα salvo (σώζω-θεραπεύω), ενδεικτικό ότι από την αρχαιότητα είχαν γίνει αντιληπτές οι φαρμακευτικές και αντιοξειδωτικές ιδιότητές του.
Σήμερα το αιθέριο έλαιο του φασκόμηλου χρησιμοποιείται κατά της χοληστερίνης, των μικροβίων, του άγχους, των φλεγμονών, ακόμη και του καρκίνου.
Το φασκόμηλο αξιοποιείται, επίσης, ως αρωματικό στη μαγειρική και στα καλλυντικά, αλλά και ως συντηρητικό από τις βιομηχανίες τροφίμων και ποτών.
Εξίσου δημοφιλές είναι το αφέψημα του φασκόμηλου, που χρησιμοποιείται ως ανθιδρωτικό, αντισηπτικό, σπασμολυτικό, καρδιοτονωτικό, αποχρεμπτικό, εμμηναγωγό, υπογλυκαιμικό, για τη χώνεψη κ.α.
Όμως, όπως επισημαίνουν οι Έλληνες μελετητές, στο φασκόμηλο υπάρχει η θουγιόνη, γνωστή ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, η οποία στη δεκαετία του 1970 ανακαλύφθηκε ότι δρα όπως τα κανναβινοειδή και σήμερα πλέον θεωρείται μια ψυχοτροπική νευροτοξίνη, που πρέπει να καταναλώνεται με προσοχή.
Η θουγιόνη εμφανίζεται στη φύση σε δύο μορφές, την α-θουγθιόνη και τη β-θουγιόνη. Και οι δύο εμφανίζουν τοξικότητα πάνω από κάποια συγκέντρωση στον ανθρώπινο οργανισμό. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) ορίζει ως ημερήσια αποδεκτή πρόσληψη της α- και της β-θουγιόνης από το φασκόμηλο τα πέντε μιλιγκράμ ανά άτομο για διάρκεια χρήσης δύο εβδομάδων.
Η εκτίμηση είναι ότι δύο έως 20 φλιτζάνια αφεψήματος φασκόμηλου απαιτούνται για να φθάσει κανείς αυτό το ημερήσιο όριο – κάτι που δείχνει ότι υπάρχει αβεβαιότητα.
Οι Π.Ταραντίλης και Ν.Σ.Σωτηροπούλου επισημαίνουν ότι οι απόψεις των επιστημόνων διίστανται και ότι «η επιστημονική θεμελίωση ορίων για την πρόσληψη της θουγιόνης σε μορφή υδατικών εκχυλισμάτων όπως το φασκόμηλο ως αφέψημα είναι αμφισβητήσιμη».
Υπογραμμίζουν ότι «επί του παρόντος φαίνεται να μην υπάρχει κίνδυνος που να συνδέεται με την περιστασιακή χρήση του φασκόμηλου, κυρίως ως αφεψήματος, ωστόσο τα στοιχεία που αφορούν την έκθεση σε θουγιόνη είναι εξαιρετικά περιορισμένα».
Αναφερόμενοι στην τοξικότητα της θουγιόνης (α και β), επισημαίνουν ότι μπορεί να πυροδοτήσει τη δράση των εγκεφαλικών νευρώνων, άρα την πρόκληση μυικών σπασμών. Επίσης η α-θουγιόνη, εκτός από τις ψυχοτρόπες δράσεις της (αγχολυτική και αντιψυχωτική), μπορεί να επιβαρύνει το ήπαρ και να προκαλέσει σοβαρές παρενέργειες.
Οι δύο ερευνητές, που μελέτησαν πειραματικά τόσο το αιθέριο έλαιο όσο και το αφέψημα του φασκόμηλου, βρήκαν ότι οι συγκεντρώσεις της α- και της β-θουγιόνης στα αφεψήματα είναι πολύ μικρότερες από ό,τι στα αιθέρια έλαια. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις θουγιόνης παρατηρούνται στα φασκόμηλα από περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας και ακολούθως της Βόρειας Ελλάδας.
Διαπίστωσαν ότι ο μέσος όρος α- και β-θουγιόνης που περιέχεται σε μια κούπα αφεψήματιος φασκόμηλου (περίπου 200 mL) είναι 1,16 μιλιγκράμ. Συνεπώς εκτιμούν ότι η ασφαλής ημερήσια δόση που δεν ξεπερνά τα θεσπισμένα όρια, είναι έως πέντε αφεψήματα τη μέρα.
Οι δύο ερευνητές τονίζουν ότι «η παρουσία της θουγιόνης στα αφεψήματα του φασκόμηλου αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης προβλημάτων στον ανθρώπινο οργανισμό, αλλά με τη λελογισμένη χρήση τους μπορεί να αποφευχθεί η εμφάνισή τους. Όλα μπορούν να θεωρηθούν τοξικά, μόνο η δράση ξεχωρίζει το τοξικό από το μη τοξικό».
Σημειωτέον ότι όσον αφορά τα αιθέρια έλαια, όπως αναφέρουν, άλλα βότανα, όπως η θηρανθεμίς και τα φύλλα κέδρου, περιέχουν ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες α- και β-θουγιόνης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ